↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημοσιευμένος η δημοσιευμένη το δημοσιευμένο
      γενική του δημοσιευμένου της δημοσιευμένης του δημοσιευμένου
    αιτιατική τον δημοσιευμένο τη δημοσιευμένη το δημοσιευμένο
     κλητική δημοσιευμένε δημοσιευμένη δημοσιευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημοσιευμένοι οι δημοσιευμένες τα δημοσιευμένα
      γενική των δημοσιευμένων των δημοσιευμένων των δημοσιευμένων
    αιτιατική τους δημοσιευμένους τις δημοσιευμένες τα δημοσιευμένα
     κλητική δημοσιευμένοι δημοσιευμένες δημοσιευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δημοσιευμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου δημοσιεύω

δημοσιευμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία