↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρύο ανέκδοτο τα κρύα ανέκδοτα
      γενική του κρύου ανέκδοτου των κρύων ανέκδοτων
    αιτιατική το κρύο ανέκδοτο τα κρύα ανέκδοτα
     κλητική κρύο ανέκδοτο κρύα ανέκδοτα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρύο ανέκδοτο < → δείτε τις λέξεις κρύος και ανέκδοτο. Πιθανόν η ονομασία οφείλεται στη αίσθηση της παγωνιάς που νιώθει ο δέκτης όταν ειπωθεί το αστείο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɾi.o aˈnek.ðo.to/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

κρύο ανέκδοτο ουδέτερο

  • είδος ανέκδοτου που δεν προκαλεί απαραίτητα γέλιο και αξιοποιεί λογοπαίγνια
    ⮡  Παράδειγμα κρύου ανέκδοτου: «Τι κάνει ο ήλιος μέσα στο νερό; Κατάδυση.»

  Μεταφράσεις

επεξεργασία