intransigeant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁɑ̃.zi.ʒɑ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intransigeant | intransigeants |
θηλυκό | intransigeante | intransigeantes |
intransigeant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intransigeant | intransigeants |
θηλυκό | intransigeante | intransigeantes |
intransigeant (fr) αρσενικό