πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακαμψία οι ακαμψίες
      γενική της ακαμψίας των ακαμψιών
    αιτιατική την ακαμψία τις ακαμψίες
     κλητική ακαμψία ακαμψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ακαμψία < α- (στερητικό) + κάμψη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακαμψία θηλυκό

  1. η ιδιότητα αυτού που διατηρεί το σχήμα του υπό εξωτερικές δυνάμεις, που δεν μπορεί κάποιος να τον λυγίσει ή να τον παραμορφώσει
  2. (οικονομία) η αδυναμία ενός τομέα να προσαρμοστεί σε αλλαγές στις οικονομικές συνθήκες
  3. (μεταφορικά) η αδιαλλαξία

Μεταφράσεις

επεξεργασία