Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rigide rigides

rigide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άκαμπτος, δύσκαμπτος
  2. (μεταφορικά) ανένδοτος, ανελαστικός
  3. (κατ’ επέκταση) οπισθοδρομικός

Συγγενικά

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό rigido rigidi
θηλυκό rigida rigide

rigide (it)

  1. πληθυντικός αριθμός του rigida