rigido
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈri.d͡ʒi.do/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rigido | rigidi |
θηλυκό | rigida | rigide |
rigido (it)
Πηγές επεξεργασία
- rigido - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).