ανελαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανελαστικός < αν- στερητικό + ελαστικός, (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνελαστικός < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική inelastic < in- + elastic → και δείτε τη λέξη ελαστικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ne.la.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐λα‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαανελαστικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει ελαστικότητα
- (μεταφορικά) (άνθρωπος) με χαρακτήρα σκληροτράχηλο και μονοκόμματο
- (μεταφορικά) ανεπηρέαστος
- (οικονομία) που δεν μεταβάλλεται ή δεν επηρεάζεται από τις μεταβολές άλλων παραγόντων ή μεγεθών
- ※ Οι δαπάνες κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: σε ανελαστικές και σε ελαστικές, δηλαδή σε αναγκαίες και μη. Στην κατηγορία των ανελαστικών δαπανών περιλαμβάνονται οι εισφορές σε ταμεία ασφάλισης, οι τόκοι των στεγαστικών δανείων και τα έξοδα ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης. (@tovima.gr)
- ≈ συνώνυμα: πάγιος
- ≠ αντώνυμα: ελαστικός
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανελαστικά (επίρρημα)
- ανελαστικότητα
- → δείτε τις λέξεις ελαστικός και ελαύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανελαστικός
Πηγές
επεξεργασία- ανελαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανελαστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανελαστικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας