Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανελαστικός η ανελαστική το ανελαστικό
      γενική του ανελαστικού της ανελαστικής του ανελαστικού
    αιτιατική τον ανελαστικό την ανελαστική το ανελαστικό
     κλητική ανελαστικέ ανελαστική ανελαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανελαστικοί οι ανελαστικές τα ανελαστικά
      γενική των ανελαστικών των ανελαστικών των ανελαστικών
    αιτιατική τους ανελαστικούς τις ανελαστικές τα ανελαστικά
     κλητική ανελαστικοί ανελαστικές ανελαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανελαστικός < αν- στερητικό + ελαστικός, (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνελαστικός < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική inelastic < in- + elastic → και δείτε τη λέξη ελαστικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.la.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐λα‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ανελαστικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που δεν έχει ελαστικότητα
     συνώνυμα: άκαμπτος, αλύγιστος, δύσκαμπτος
     αντώνυμα: ελαστικός, εύκαμπτος, ευλύγιστος
  2. (μεταφορικά) (άνθρωπος) με χαρακτήρα σκληροτράχηλο και μονοκόμματο
     συνώνυμα: άκαμπτος, ανένδοτος, ισχυρογνώμονας, σκληρός, σκληροτράχηλος
  3. (μεταφορικά) ανεπηρέαστος
  4. (οικονομία) που δεν μεταβάλλεται ή δεν επηρεάζεται από τις μεταβολές άλλων παραγόντων ή μεγεθών
    ※  Οι δαπάνες κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: σε ανελαστικές και σε ελαστικές, δηλαδή σε αναγκαίες και μη. Στην κατηγορία των ανελαστικών δαπανών περιλαμβάνονται οι εισφορές σε ταμεία ασφάλισης, οι τόκοι των στεγαστικών δανείων και τα έξοδα ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης. (@tovima.gr)
     συνώνυμα: πάγιος
     αντώνυμα: ελαστικός

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία