↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληροτράχηλος η σκληροτράχηλη το σκληροτράχηλο
      γενική του σκληροτράχηλου της σκληροτράχηλης του σκληροτράχηλου
    αιτιατική τον σκληροτράχηλο τη σκληροτράχηλη το σκληροτράχηλο
     κλητική σκληροτράχηλε σκληροτράχηλη σκληροτράχηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληροτράχηλοι οι σκληροτράχηλες τα σκληροτράχηλα
      γενική των σκληροτράχηλων των σκληροτράχηλων των σκληροτράχηλων
    αιτιατική τους σκληροτράχηλους τις σκληροτράχηλες τα σκληροτράχηλα
     κλητική σκληροτράχηλοι σκληροτράχηλες σκληροτράχηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκληροτράχηλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκληροτράχηλος < αρχαία ελληνική σκληρός + τράχηλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skli.ɾoˈtɾa.çi.los/

  Επίθετο

επεξεργασία

σκληροτράχηλος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σκληροτράχηλος τὸ σκληροτράχηλον
      γενική τοῦ/τῆς σκληροτραχήλου τοῦ σκληροτραχήλου
      δοτική τῷ/τῇ σκληροτραχήλ τῷ σκληροτραχήλ
    αιτιατική τὸν/τὴν σκληροτράχηλον τὸ σκληροτράχηλον
     κλητική ! σκληροτράχηλε σκληροτράχηλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σκληροτράχηλοι τὰ σκληροτράχηλ
      γενική τῶν σκληροτραχήλων τῶν σκληροτραχήλων
      δοτική τοῖς/ταῖς σκληροτραχήλοις τοῖς σκληροτραχήλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς σκληροτραχήλους τὰ σκληροτράχηλ
     κλητική ! σκληροτράχηλοι σκληροτράχηλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σκληροτραχήλω τὼ σκληροτραχήλω
      γεν-δοτ τοῖν σκληροτραχήλοιν τοῖν σκληροτραχήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκληροτράχηλος < αρχαία ελληνική σκληρ(ός) + -ο- + τράχηλος

  Επίθετο

επεξεργασία

σκληροτράχηλος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. ανυπάκουος, απείθαρχος
  2. σκληροτράχηλος,. σκληραγωγημένος