σκληροτράχηλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληροτράχηλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκληροτράχηλος < αρχαία ελληνική σκληρός + τράχηλος
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασκληροτράχηλος, -η, -ο
- που υπομένει και αντέχει σωματικές ή ψυχικές κακουχίες και ταλαιπωρίες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληροτράχηλος < αρχαία ελληνική σκληρ(ός) + -ο- + τράχηλος
Επίθετο
επεξεργασίασκληροτράχηλος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- σκληροτράχηλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκληροτράχηλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.