Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
coriace
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
coriace
coriaces
Ουσιαστικό
επεξεργασία
coriace
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
σκληρός
≈
συνώνυμα
:
ferme
≠
αντώνυμα
:
souple
(
μεταφορικά
) « σκληρό
καρύδι
»
≈
συνώνυμα
:
dur
,
tenace
≠
αντώνυμα
:
doux
,
mou