ενικός         πληθυντικός  
coriace coriaces

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

coriace (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σκληρός
     συνώνυμα: ferme
     αντώνυμα: souple
  2. (μεταφορικά) « σκληρό καρύδι »
     συνώνυμα: dur, tenace
     αντώνυμα: doux, mou