κακουχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακουχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κακουχία (αρχαία σημασία: κακομεταχείριση) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακουχία θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κακουχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κακουχίᾱ | αἱ | κακουχίαι |
γενική | τῆς | κακουχίᾱς | τῶν | κακουχιῶν |
δοτική | τῇ | κακουχίᾳ | ταῖς | κακουχίαις |
αιτιατική | τὴν | κακουχίᾱν | τὰς | κακουχίᾱς |
κλητική ὦ! | κακουχίᾱ | κακουχίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κακουχίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κακουχίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακακουχία, από τον 6ο/5ο αιώνα < κακουχ(έω) +-ία < κακ- + -ουχέω < ἔχω. Όπως και κληρουχέω > κληρουχία [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακουχία θηλυκό
- κακομεταχείριση
- ερήμωση, καταστροφή
- (ελληνιστική σημασία) η κακή κατάσταση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κακουχία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κακουχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.