αλύγιστος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αλύγιστος, -η, -ο
- που δεν έχει λυγίσει
- (μεταφορικά) που παραμένει σταθερός στις απόψεις του παρά τις αντιξοότητες
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλύγιστος
αλύγιστος, -η, -ο