ανελαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανελαστικότητα < ανελαστικ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανελαστικότητα θηλυκό
- η έλλειψη ελαστικότητας σε κάτι με υλική υπόσταση
- ⮡ ανελαστικότητα υφάσματος, σωλήνα, δομικών υλικών, σκελετού
- η έλλειψη ελαστικότητας σε συμπεριφορά, η άτεγκτη στάση, η εμμονή στο "γράμμα του νόμου", η αδιάλλακτη στάση, η επιμονή στην τήρηση κάποιων αυστηρών ορίων
- (οικονομία) η μη μεταβολή στην τιμή, στην παραγωγή, στην κατανάλωση, στη ζήτηση
- ⮡ η ανελαστικότητα των τιμών
- ⮡ η ανελαστικότητα στην κατανάλωση καπνού, δηλαδή το γεγονός ότι η αύξηση της τιμής του δεν μειώνει την κατανάλωση, δείχνει ότι…
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανελαστικότητα