ζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζήτηση | οι | ζητήσεις |
γενική | της | ζήτησης* | των | ζητήσεων |
αιτιατική | τη | ζήτηση | τις | ζητήσεις |
κλητική | ζήτηση | ζητήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ζητήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζήτηση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζήτη(σις) (ψάξιμο) + -ση[1] → δείτε τις λέξεις ζητώ και ζητέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈzi.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζή‐τη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζήτηση θηλυκό
- (οικονομία) η συχνότητα με την οποία οι καταναλωτές ζητούν να αγοράσουν ένα προϊόν
- (σπάνιο) ό,τι ζητιέται
- ⮡ θα πρέπει να δώσετε την αποζημίωση σε πρώτη ζήτηση
Εκφράσεις
επεξεργασία- ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ζητώ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ζήτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας