επιζήτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιζήτηση | οι | επιζητήσεις |
γενική | της | επιζήτησης* | των | επιζητήσεων |
αιτιατική | την | επιζήτηση | τις | επιζητήσεις |
κλητική | επιζήτηση | επιζητήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιζητήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιζήτηση < αρχαία ελληνική ἐπιζήτησις < ἐπιζητέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιζήτηση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιζητώ
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιζήτηση
|