καταζήτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταζήτηση | οι | καταζητήσεις |
γενική | της | καταζήτησης* | των | καταζητήσεων |
αιτιατική | την | καταζήτηση | τις | καταζητήσεις |
κλητική | καταζήτηση | καταζητήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταζητήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταζήτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταζητώ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταζήτηση
|