καταζητώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταζητώ < ελληνιστική κοινή καταζητέω / καταζητῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική poursuivre[1])
Ρήμα
επεξεργασίακαταζητώ (παθητική φωνή: καταζητούμαι)
- προσπαθώ ερευνώντας να βρω το κρησφύγετο κάποιου καταδιωκόμενου ή τον τόπο όπου βρίσκεται
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαταζήτητος
- καταζήτηση
- καταζητούμενος
- → δείτε τις λέξεις κατά και ζητώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταζητάω - καταζητώ | καταζητούσα | θα καταζητάω - καταζητώ | να καταζητάω - καταζητώ | καταζητώντας | |
β' ενικ. | καταζητάς | καταζητούσες | θα καταζητάς | να καταζητάς | καταζήτα - καταζήταγε | |
γ' ενικ. | καταζητάει - καταζητά | καταζητούσε | θα καταζητάει - καταζητά | να καταζητάει - καταζητά | ||
α' πληθ. | καταζητάμε - καταζητούμε | καταζητούσαμε | θα καταζητάμε - καταζητούμε | να καταζητάμε - καταζητούμε | ||
β' πληθ. | καταζητάτε | καταζητούσατε | θα καταζητάτε | να καταζητάτε | καταζητάτε | |
γ' πληθ. | καταζητάν(ε) - καταζητούν(ε) | καταζητούσαν(ε) | θα καταζητάν(ε) - καταζητούν(ε) | να καταζητάν(ε) - καταζητούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταζήτησα | θα καταζητήσω | να καταζητήσω | καταζητήσει | ||
β' ενικ. | καταζήτησες | θα καταζητήσεις | να καταζητήσεις | καταζήτα - καταζήτησε | ||
γ' ενικ. | καταζήτησε | θα καταζητήσει | να καταζητήσει | |||
α' πληθ. | καταζητήσαμε | θα καταζητήσουμε | να καταζητήσουμε | |||
β' πληθ. | καταζητήσατε | θα καταζητήσετε | να καταζητήσετε | καταζητήστε | ||
γ' πληθ. | καταζήτησαν καταζητήσαν(ε) |
θα καταζητήσουν(ε) | να καταζητήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταζητήσει | είχα καταζητήσει | θα έχω καταζητήσει | να έχω καταζητήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταζητήσει | είχες καταζητήσει | θα έχεις καταζητήσει | να έχεις καταζητήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταζητήσει | είχε καταζητήσει | θα έχει καταζητήσει | να έχει καταζητήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταζητήσει | είχαμε καταζητήσει | θα έχουμε καταζητήσει | να έχουμε καταζητήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταζητήσει | είχατε καταζητήσει | θα έχετε καταζητήσει | να έχετε καταζητήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταζητήσει | είχαν καταζητήσει | θα έχουν καταζητήσει | να έχουν καταζητήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταζητώ
|
- ↑ καταζητώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας