Ετυμολογία

επεξεργασία
καταζητώ < ελληνιστική κοινή καταζητέω / καταζητῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική poursuivre[1])

καταζητώ (παθητική φωνή: καταζητούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία