Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταζητούμαι < καταζητώ

  Ρήμα επεξεργασία

καταζητούμαι

  1. που με καταζητούν οι αρχές
  2. (μεταφορικά) που με αναζητούν με μανία, σαν καταζητούμενο

  Μεταφράσεις επεξεργασία