Ετυμολογία

επεξεργασία
καταζητούμαι < καταζητώ

καταζητούμαι

  1. που με καταζητούν οι αρχές
  2. (μεταφορικά) που με αναζητούν με μανία, σαν καταζητούμενο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία