• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

poursuivre

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

poursuivre (fr)

  1. καταδιώκω, επιδιώκω
  2. εξακολουθώ
  3. (νομικός όρος) κάνω αγωγή
  4. προχωρώ, συνεχίζω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • poursuite
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=poursuivre&oldid=5563384"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Μαΐου 2022, στις 19:16

Γλώσσες

    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • 한국어
    • Kurdî
    • Limburgs
    • Malagasy
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • Sängö
    • Svenska
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Μαΐου 2022, στις 19:16.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie