Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταδιωκόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταδιωκόμεν
ος
η
καταδιωκόμεν
η
το
καταδιωκόμεν
ο
γενική
του
καταδιωκόμεν
ου
της
καταδιωκόμεν
ης
του
καταδιωκόμεν
ου
αιτιατική
τον
καταδιωκόμεν
ο
την
καταδιωκόμεν
η
το
καταδιωκόμεν
ο
κλητική
καταδιωκόμεν
ε
καταδιωκόμεν
η
καταδιωκόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταδιωκόμεν
οι
οι
καταδιωκόμεν
ες
τα
καταδιωκόμεν
α
γενική
των
καταδιωκόμεν
ων
των
καταδιωκόμεν
ων
των
καταδιωκόμεν
ων
αιτιατική
τους
καταδιωκόμεν
ους
τις
καταδιωκόμεν
ες
τα
καταδιωκόμεν
α
κλητική
καταδιωκόμεν
οι
καταδιωκόμεν
ες
καταδιωκόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
καταδιωκόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
καταδιώκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταδιωκόμενος