Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκζήτηση οι εκζητήσεις
      γενική της εκζήτησης* των εκζητήσεων
    αιτιατική την εκζήτηση τις εκζητήσεις
     κλητική εκζήτηση εκζητήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκζητήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκζήτηση < (ελληνιστική κοινήἐκζήτησις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκζήτηση θηλυκό

  1. η αναζήτηση με επιμονή
  2. η αναζήτηση και η χρήση σπάνιων και επιτηδευμένων πραγμάτων, λέξεων, εκφράσεων
     συνώνυμα: επιτήδευση, προσποίηση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία