Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
rigidement
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
rigidement
<
rigide
Επίρρημα
επεξεργασία
rigidement
(fr)
σταθερά
,
δύσκαμπτα
(
μεταφορικά
)
ανενδοίαστα
άτεγκτα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
rigide