Δείτε επίσης: καβάθα, Καβάθα

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καβαθα θηλυκό (ελληνιστική κοινή) με αμφίβολο τονισμό κάβαθα ή καβάθα

  • (κουζινικά) η γαβάθα
    μαρτυρείται στο Έδικτο Διοκλητιανού (DP) l.c.
      [σε πάπυρο, 3ος κε αιώνας, Wilcken, U., Urkunden der Ptolemäerzeit. UPZ 149.40]
    κάβαθα ἤτοι κάμηλα σημοδιαία γεγενημένη τετορνευμένη
    άλλες μορφές: *γαβαθα & γαβαθόν
  • gabata στο αγγλικό Βικιλεξικό