καβαθα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καβαθα < (άμεσο δάνειο) λατινική gabata / gabatha → δείτε επίσης γαβαθόν < σημιτικής προέλευσης όπως ουγκαριτική 𐎖𐎁𐎓𐎚 (qbʿt, κύπελλο) ή προέλευσης από την προελληνική
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: γαβάθιν ⇒ νέα ελληνικά: γαβάθα → δείτε και gabata
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαβαθα θηλυκό (ελληνιστική κοινή) με αμφίβολο τονισμό κάβαθα ή καβάθα
Πηγές
επεξεργασία- καβαθα, γαβαθόν, ζάβατον, gabata - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- γαβαθόν, ζάβατος, κάβαθα - Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).
- γάβαθον, καβαθα σελ. 253 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- γαβάθα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- γαβάθα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- gabata στο αγγλικό Βικιλεξικό