Ετυμολογία

επεξεργασία

bowl < μέση αγγλική bolle < αγγλοσαξονική bolla, bolle

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bowl bowls

bowl (en)

  1. το μπολ, μικρό δοχείο ημισφαιρικού σχήματος
    ⮡  a glass bowl - γυάλινο μπολ
    ⮡  Pour the cream from the saucepan into a bowl.
    Αδειάστε την κρέμα από την κατσαρόλα σε μπολ.
  2. η λεκάνη, το μέρος κάποιων αντικειμένων που έχει σχήμα σαν μπολ
    ⮡  I am unclogging the toilet bowl.
    Ξεβουλώνω τη λεκάνη της τουαλέτας.
  3. η ποσότητα που περιέχεται σε ένα μπολ
  4. οτιδήποτε έχει το σχήμα ενός μπολ
  5. (ΗΠΑ) ανοιχτό κυκλικό θέατρο
  6. bowls (πληθυντικός) παιχνίδι με ξύλινες μπάλες
ενεστώτας bowl
γ΄ ενικό ενεστώτα bowls
αόριστος bowled
παθητική μετοχή bowled
ενεργητική μετοχή bowling

bowl (en)

  1. πετάω τη μπάλα σε διάφορα παιχνίδια, όπως στο bowls ή το bowling
  2. κινούμαι γρήγορα

Συγγενικά

επεξεργασία