μούτρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μούτρο | τα | μούτρα |
γενική | του | μούτρου | των | μούτρων |
αιτιατική | το | μούτρο | τα | μούτρα |
κλητική | μούτρο | μούτρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μούτρο < [1] (άμεσο δάνειο) ιταλική mutria (παλαιά ιταλική)[2]
- Επίσης αναφέρεται[3] ότι η ιταλική mutria ετυμολογείται από τη μεσαιωνική ελληνική μοῦτρο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmu.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μού‐τρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμούτρο ουδέτερο
- το πρόσωπο
- (μεταφορικά, μειωτικό) κακόφημος
- (μεταφορικά, σκωπτικό) πονηρός
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη μούτρα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Όροι με μουτρο — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Σημειώσεις
επεξεργασία- ο ενικός και ο πληθυντικός χρησιμοποιούνται σχεδόν με την ίδια έννοια (πρόσωπο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μούτρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ mutria - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).