πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μούτρο τα μούτρα
      γενική του μούτρου των μούτρων
    αιτιατική το μούτρο τα μούτρα
     κλητική μούτρο μούτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μούτρο < [1] (άμεσο δάνειο) ιταλική mutria (παλαιά ιταλική)[2]
Επίσης αναφέρεται[3] ότι η ιταλική mutria ετυμολογείται από τη μεσαιωνική ελληνική μοῦτρο.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μούτρο ουδέτερο

  1. το πρόσωπο
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) κακόφημος
  3. (μεταφορικά, σκωπτικό) πονηρός
  4. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη μούτρα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • ο ενικός και ο πληθυντικός χρησιμοποιούνται σχεδόν με την ίδια έννοια (πρόσωπο)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. μούτρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. mutria - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).