γουρουνόμουτρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γουρουνόμουτρο < γουρούν(ι) + -ό- + μούτρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
γουρουνόμουτρο ουδέτερο
- το ρύγχος του γουρουνιού
- σκωπτικά: χαρακτηρισμός ατόμου που συμπεριφέρεται όπως το γουρούνι