gueule
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gueule | gueules |
gueule (fr) θηλυκό
- το στόμα ενός ζώου
- (χυδαίο) το στόμα
- ferme ta grande gueule - βούλωσέ το (κλείσε το μεγάλο σου στόμα)
- η μούρη, το μούτρο, η φάτσα