figure
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
figure | figures |
figure (fr) θηλυκό
- (οικείο) το πρόσωπο, το μούτρο
- lave-toi la figure ! - πλύνε το πρόσωπό σου!
- (εραλδική) η φιγούρα
- figure de fantaisie - φανταστική φιγούρα (που παριστάνει φανταστικά σχήματα)
- figure naturelle - φυσική φιγούρα (που παριστάνει αληθινά αντικείμενα)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- faire figure de
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
figura | figure |
figure (it)