Δείτε επίσης: figuré

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.ɡyʁ/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
figure figures

figure (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) το πρόσωπο, το μούτρο
    lave-toi la figure ! - πλύνε το πρόσωπό σου!
  2. (εραλδική) η φιγούρα
    figure de fantaisie - φανταστική φιγούρα (που παριστάνει φανταστικά σχήματα)
    figure naturelle - φυσική φιγούρα (που παριστάνει αληθινά αντικείμενα)

ΕκφράσειςΕπεξεργασία



Ιταλικά (it)Επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
figura figure

figure (it)