figure out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | figure out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | figures out |
αόριστος | figured out |
παθητική μετοχή | figured out |
ενεργητική μετοχή | figuring out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfigure out (en)
- καταλαβαίνω, μαθαίνω, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι μέχρι να το καταλάβω
- ⮡ I can’t figure out that man.
- Δεν μπορώ να καταλάβω αυτόν τον άνθρωπο.
- ⮡ We weren’t officially informed; we were trying to figure something out from the others.
- Δεν ενημερωθήκαμε επίσημα· από τον έναν και τον άλλο προσπαθούσαμε κάτι να μάθουμε.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
- ⮡ I can’t figure out that man.
- υπολογίζω ένα ποσό ή το κόστος κάτι
- λύνω κάτι
- ανακαλύπτω, βρίσκω κάποιες πληροφορίες για κάτι