ενεστώτας figure out
γ΄ ενικό ενεστώτα figures out
αόριστος figured out
παθητική μετοχή figured out
ενεργητική μετοχή figuring out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
figure out < → δείτε τις λέξεις figure και out

figure out (en)

  1. καταλαβαίνω, μαθαίνω, σκέφτομαι κάποιον ή κάτι μέχρι να το καταλάβω
    ⮡  I can’t figure out that man.
    Δεν μπορώ να καταλάβω αυτόν τον άνθρωπο.
    ⮡  We weren’t officially informed; we were trying to figure something out from the others.
    Δεν ενημερωθήκαμε επίσημα· από τον έναν και τον άλλο προσπαθούσαμε κάτι να μάθουμε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη understand
  2. υπολογίζω ένα ποσό ή το κόστος κάτι
    ⮡  Can you figure out the cost?
    Μπορείς να υπολογίσεις τη δαπάνη;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη calculate
  3. λύνω κάτι
    ⮡  I figured out the mystery/the riddle/the question.
    Έλυσα το μυστήριο/το γρίφο/την απορία.
    ⮡  He still hasn’t figured out the problem of how to survive.
    Δεν έλυσε ακόμα το πρόβλημα της επιβίωσής του.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις resolve και solve
  4. ανακαλύπτω, βρίσκω κάποιες πληροφορίες για κάτι
    ⮡  He figured out the truth.
    Ανακάλυψε την αλήθεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη discover