calculate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | calculate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | calculates |
αόριστος | calculated |
παθητική μετοχή | calculated |
ενεργητική μετοχή | calculating |
Ετυμολογία
επεξεργασία- calculate < λατινική calculatus < calculo < calculus
Ρήμα
επεξεργασίαcalculate (en)
- υπολογίζω
- ⮡ Can you calculate the cost?
- Μπορείς να υπολογίσεις τη δαπάνη;
- ≈ συνώνυμα: compute, figure out, reckon και work out
- ⮡ Can you calculate the cost?