ενεστώτας miscalculate
γ΄ ενικό ενεστώτα miscalculates
αόριστος miscalculated
παθητική μετοχή miscalculated
ενεργητική μετοχή miscalculating

  Ετυμολογία

επεξεργασία
miscalculate < mis- + calculate

miscalculate (en)

  • πέφτω έξω, αποτυγχάνω σε προβλέψεις
    ⮡  If I have not miscalculated things too badly…
    Αν δεν έχω πέσει πολύ έξω στους λογαριασμούς μου…