figure on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | figure on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | figures on |
αόριστος | figured on |
παθητική μετοχή | figured on |
ενεργητική μετοχή | figuring on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfigure on (en)
- υπολογίζω σε κάτι, σχεδιάζω κάτι ή να κάνω κάτι, περιμένω να γίνει κάτι
- ⮡ They figured on you arriving early.
- Υπολόγισαν ότι θα φθάσεις νωρίς.
- ⮡ They figured on you arriving early.