σιλουέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιλουέτα | οι | σιλουέτες |
γενική | της | σιλουέτας | — | |
αιτιατική | τη | σιλουέτα | τις | σιλουέτες |
κλητική | σιλουέτα | σιλουέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιλουέτα < (λόγιο δάνειο) γαλλική silhouette[1] < Étienne de Silhouette[2] (1709-1767) < βασκική Ziloeta / Zilhoeta / Zulueta < zulo (τρύπα, σπηλιά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.luˈe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐λου‐έ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιλουέτα θηλυκό
- μορφή, άνθρωπος (ή σπανιότερα κάτι άλλο) του οποίου διακρίνεται μόνο το γενικό σχήμα
- η μορφή ενός λεπτού και κομψού ανθρώπινου σώματος
- ⮡ Πώς τα καταφέρνεις και διατηρείς τη σιλουέτα σου;
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιλουέτα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σιλουέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σιλουέτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)