zulo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zulo | zuloj |
αιτιατική | zulon | zulojn |
zulo (eo)
- η κρυψώνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zulo | zuloj |
αιτιατική | zulon | zulojn |
zulo (eo)