Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπανιότερα < συγκριτικός βαθμός του σπανίως και του σπάνια

  Επίρρημα επεξεργασία

σπανιότερα

  • για κάτι που γίνεται όλο και πιο σπάνια ή πιο σπάνια από κάτι άλλο, σε πιο αραιά διαστήματα
    Το ανακρούει πρύμναν χρησιμοποιείται όλο και σπανιότερα
    Κάνουμε σεξ σπανιότερα από παλιά. Φταίει η κρίση, η ανεργία, η εφορία ή άλλο θηλυκό;

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σπανιότερα