Ετυμολογία

επεξεργασία
σπανιότερα < συγκριτικός βαθμός του σπανίως και του σπάνια

  Επίρρημα

επεξεργασία

σπανιότερα

  • για κάτι που γίνεται όλο και πιο σπάνια ή πιο σπάνια από κάτι άλλο, σε πιο αραιά διαστήματα
    Το ανακρούει πρύμναν χρησιμοποιείται όλο και σπανιότερα
    Κάνουμε σεξ σπανιότερα από παλιά. Φταίει η κρίση, η ανεργία, η εφορία ή άλλο θηλυκό;

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

σπανιότερα