στατιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στατιστικός (μαρτυρείται από το 1821)[1]< (άμεσο δάνειο) γαλλική statistique < νεολατινική statisticus (σχετικός με το κράτος) < ιταλική statista (πολιτικός ή κρατικός αξιωματούχος) < ιταλική stato (κράτος) < λατινική status[2]
Επίθετο
επεξεργασίαστατιστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στη στατιστική
- στατιστικά στοιχεία, στατιστική ανάλυση
- (ουσιαστικοποιημένο) στατιστική
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στατιστικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 922, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.