στατιστική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στατιστική < γερμανική Statistik[1] < νεολατινική statisticum < λατινική status < sto < πρωτοϊταλική *staēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sth₂éh₁yeti < *steh₂- (ἵστημι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
στατιστική θηλυκό
- η επιστήμη της μέτρησης, καταγραφής και ανάλυσης αριθμητικών δεδομένων που έχουν ιδιαίτερη σημασία για κάποιο τομέα είτε για εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το παρελθόν ή για εκτίμηση του μέλλοντος με το νόμο των πιθανοτήτων για θέματα υγείας, την πρόβλεψη σεισμών ή επιδημιών, την πορεία μιας επιχείρησης, την παιδεία, την πορεία των οικονομικών μιας οικογένειας κ.λπ.
- ※ Μέχρι πότε θα διαιωνίζουμε το «θέσφατο», ότι τάχα έχει αβαντάζ η ομάδα που εκτελεί το τελευταίο πέναλτι; Η στατιστική των Μουντιάλ αποδεικνύει ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο: σε 11 από τις τελευταίες 12 αναμετρήσεις, κέρδισε αυτός που πήγε πρώτος στη βούλα. Η στατιστική δικαιώθηκε και στον αγώνα της Εθνικής με την Κόστα Ρίκα. (εφ. Ελευθεροτυπία, 01.07.2014)
Συγγενικά επεξεργασία
- βιοστατιστική
- στατιστικά
- στατιστική σημαντικότητα
- στατιστική ψυχολογία
- στατιστικολόγος
- στατιστικός
- στατιστικώς
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στατιστική
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στατιστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στατιστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ο όρος Statistik εισήχθη από τον Γερμανό φιλόσοφο Gottfried Achenwall στα 1749 και αφορούσε ανάλυση δεδομένων για το κράτος.