Ετυμολογία

επεξεργασία
αβαντάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική avantage [1] Δεν σχετίζεται με το αβανταδόρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vanˈtaz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βαν‐τάζ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβαντάζ ουδέτερο άκλιτο

  1. πλεονέκτημα
    ⮡  έναντι των υπολοίπων συναδέλφων είχε το αβαντάζ των πολλών γνωριμιών
  2. (αθλητισμός) βαθμός σε ορισμένα αθλήματα, όπως τένις και πινγκ πονγκ, μετά από ισοπαλία ο οποίος δίνει τη δυνατότητα νίκης εφόσον ο αθλητής σκοράρει ακόμη έναν βαθμό αμέσως μετά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αβαντάζΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)