αβαντάζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβαντάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική avantage [1] Δεν σχετίζεται με το αβανταδόρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vanˈtaz/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βαν‐τάζ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβαντάζ ουδέτερο άκλιτο
- πλεονέκτημα
- ⮡ έναντι των υπολοίπων συναδέλφων είχε το αβαντάζ των πολλών γνωριμιών
- (αθλητισμός) βαθμός σε ορισμένα αθλήματα, όπως τένις και πινγκ πονγκ, μετά από ισοπαλία ο οποίος δίνει τη δυνατότητα νίκης εφόσον ο αθλητής σκοράρει ακόμη έναν βαθμό αμέσως μετά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβαντάζ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβαντάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβαντάζ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)