avantaĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | avantaĝo | avantaĝoj |
αιτιατική | avantaĝon | avantaĝojn |
avantaĝo (eo)
- το προτέρημα
- la fervoruloj de la reformo emfazas siajn avantaĝojn
- οι υποστηρικτές της μεταρρύθμισης υπογραμμίζουν τα προτερήματά της