↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η στατιστικολόγος οι στατιστικολόγοι
      γενική του/της στατιστικολόγου των στατιστικολόγων
    αιτιατική τον/τη στατιστικολόγο τους/τις στατιστικολόγους
     κλητική στατιστικολόγε στατιστικολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στατιστικολόγος (μαρτυρείται από το 1890)[1] < στατιστικ(ή) + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στατιστικολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 922, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου