στατιστικολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στατιστικολόγος (μαρτυρείται από το 1890)[1] < στατιστικ(ή) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστατιστικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται με τη στατιστική
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στατιστική
Μεταφράσεις
επεξεργασία στατιστικολόγος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 922, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- στατιστικολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στατιστικολόγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)