stato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stato | statoj |
αιτιατική | staton | statojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstato (eo)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstato (it)