bohème
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bohème | bohèmes |
bohème (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο/ η μποέμ
- (μόνο αρσενικό) γυαλί που φτιάχνεται στη Βοημία από τον 16ο αιώνα
- ce vase est en bohème - αυτό το βάζο είναι από bohème
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bohème | bohèmes |
bohème (fr) αρσενικό ή θηλυκό