Ετυμολογία

επεξεργασία
sans-souci < les Enfants Sans-Souci, θεατρικός θίασος του 15ου αιώνα < sans + souci

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sans-souci sans-soucis

sans-souci (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ξένοιαστος άνθρωπος

  Επίθετο

επεξεργασία

sans-souci (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. ξένοιαστος, αμέριμνος

Συνώνυμα

επεξεργασία