αμέριμνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααμέριμνος, -η, -ο
- που είναι ξέγνοιαστος και χαλαρός ή πάντως ασχολείται με κάποια ζητήματα άσχετα από ένα κεντρικό πρόβλημα που τον/την απειλεί χωρίς να το ξέρει ακόμα. Η λέξη ξέγνοιαστος δεν υποδηλώνει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα που αγνοεί το άτομο ή το υποκείμενο.
- ⮡ Δούλευε αμέριμνος στο γραφείο του, όταν του τηλεφώνησαν ότι συνελήφθη ο γιός του
- ⮡ Περπατούσε αμέριμνη στο δρόμο, όταν την χτύπησε κεραυνός εν αιθρία