Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμέριμνος η αμέριμνη το αμέριμνο
      γενική του αμέριμνου της αμέριμνης του αμέριμνου
    αιτιατική τον αμέριμνο την αμέριμνη το αμέριμνο
     κλητική αμέριμνε αμέριμνη αμέριμνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμέριμνοι οι αμέριμνες τα αμέριμνα
      γενική των αμέριμνων των αμέριμνων των αμέριμνων
    αιτιατική τους αμέριμνους τις αμέριμνες τα αμέριμνα
     κλητική αμέριμνοι αμέριμνες αμέριμνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμέριμνος < α- (στερητικό) + μέριμνα < μεριμνώ

  Επίθετο επεξεργασία

αμέριμνος, -η, -ο

  • που είναι ξέγνοιαστος και χαλαρός ή πάντως ασχολείται με κάποια ζητήματα άσχετα από ένα κεντρικό πρόβλημα που τον/την απειλεί χωρίς να το ξέρει ακόμα. Η λέξη ξέγνοιαστος δεν υποδηλώνει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα που αγνοεί το άτομο ή το υποκείμενο.
Δούλευε αμέριμνος στο γραφείο του, όταν του τηλεφώνησαν ότι συνελήφθη ο γιός του
Περπατούσε αμέριμνη στο δρόμο, όταν την χτύπησε κεραυνός εν αιθρία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία