carefree
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | carefree |
συγκριτικός | more carefree |
υπερθετικός | most carefree |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- carefree - Cambridge Dictionary online