παραθετικά
θετικός carefree
συγκριτικός more carefree
υπερθετικός most carefree

  Ετυμολογία

επεξεργασία
carefree < care + -free. (μαρτυρείται από το 1621)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkeə.friː/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈker.friː/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: care‐free

  Επίθετο

επεξεργασία

carefree (en)

  1. αμέριμνος, ανέμελος, ξένοιαστος
     συνώνυμα: devil-may-care, freewheeling, happy-go-lucky
     αντώνυμα: careworn
  2. ανεύθυνος

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. carefree - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)