ξένοιαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξένοιαστος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξένοιαστος < ξέγνοιαστος
Επίθετο
επεξεργασίαξένοιαστος
- που ζει χωρίς έγνοιες, αμέριμνος
- ※ Τα χρόνια εκείνα, που γίνονται τούτα που γράφω, οι άνθρωποι με όλες τους τις μιζέριες ζούσαν ξένοιαστοι, μ' ένα τρόπο. (Ασημάκης Πανσέληνος (1974). Τότε που ζούσαμε [αναμνήσεις])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξένοιαστος