ξένοιαστος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ξένοιαστος < μεσαιωνική ελληνική ξένοιαστος < ξέγνοιαστος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ξένοιαστος
- που ζει χωρίς έννοιες, αμέριμνος
- ※ Τα χρόνια εκείνα, που γίνονται τούτα που γράφω, οι άνθρωποι με όλες τους τις μιζέριες ζούσαν ξένοιαστοι, μ' ένα τρόπο. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ξένοιαστος