ξενοιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενοιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξενοιάζω,[1] κυρίως από τον μέσο τύπο ξενοιάζομαι < ξε- στερητικό + νοιάζομαι / ἔννοι(α) με ορθογραφική απλοποίηση + -άζω, -άζομαι. → δείτε και τη λέξη ξεγνοιάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kseˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐νοιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαξενοιάζω, αόρ.: ξένοιασα, μτχ.π.π.: ξενοιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- απαλλάσσομαι/ανακουφίζομαι από την διεκπεραίωση όλων των υποχρεώσεων και των ευθυνών μου και απολαμβάνω την ανεμελιά μου (για όσο διαρκέσει)
- άλλες μορφές: ξεγνοιάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξενοιάζω | ξένοιαζα | θα ξενοιάζω | να ξενοιάζω | ξενοιάζοντας | |
β' ενικ. | ξενοιάζεις | ξένοιαζες | θα ξενοιάζεις | να ξενοιάζεις | ξένοιαζε | |
γ' ενικ. | ξενοιάζει | ξένοιαζε | θα ξενοιάζει | να ξενοιάζει | ||
α' πληθ. | ξενοιάζουμε | ξενοιάζαμε | θα ξενοιάζουμε | να ξενοιάζουμε | ||
β' πληθ. | ξενοιάζετε | ξενοιάζατε | θα ξενοιάζετε | να ξενοιάζετε | ξενοιάζετε | |
γ' πληθ. | ξενοιάζουν(ε) | ξένοιαζαν ξενοιάζαν(ε) |
θα ξενοιάζουν(ε) | να ξενοιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξένοιασα | θα ξενοιάσω | να ξενοιάσω | ξενοιάσει | ||
β' ενικ. | ξένοιασες | θα ξενοιάσεις | να ξενοιάσεις | ξένοιασε | ||
γ' ενικ. | ξένοιασε | θα ξενοιάσει | να ξενοιάσει | |||
α' πληθ. | ξενοιάσαμε | θα ξενοιάσουμε | να ξενοιάσουμε | |||
β' πληθ. | ξενοιάσατε | θα ξενοιάσετε | να ξενοιάσετε | ξενοιάστε | ||
γ' πληθ. | ξένοιασαν ξενοιάσαν(ε) |
θα ξενοιάσουν(ε) | να ξενοιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξενοιάσει | είχα ξενοιάσει | θα έχω ξενοιάσει | να έχω ξενοιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξενοιάσει | είχες ξενοιάσει | θα έχεις ξενοιάσει | να έχεις ξενοιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξενοιάσει | είχε ξενοιάσει | θα έχει ξενοιάσει | να έχει ξενοιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξενοιάσει | είχαμε ξενοιάσει | θα έχουμε ξενοιάσει | να έχουμε ξενοιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξενοιάσει | είχατε ξενοιάσει | θα έχετε ξενοιάσει | να έχετε ξενοιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξενοιάσει | είχαν ξενοιάσει | θα έχουν ξενοιάσει | να έχουν ξενοιάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξενοιασμένος - είμαστε, είστε, είναι ξενοιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξενοιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξενοιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξενοιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξενοιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξενοιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξενοιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενοιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξενοιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξενοιάζω < ξε- στερητικό + νοιάζομαι (κυρίως στον μέσο τύπο)[1] / ἔννοι(α) με ορθογραφική απλοποίηση [2] + -άζω, -άζομαι
Ρήμα
επεξεργασίαξενοιάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀξέγνοιαστος, ἀξένοιαστος
- ἀξέγνοιαστα, ἀξένοιαστα (επίρρημα)
- ἐξέγνοιαστος
- ξενοιασμένα, ξεγνοιασμένα (επίρρημα)
- ξένοιαστα (επίρρημα)
- ξέγνοιαστος, ξένοιαστος
→ και δείτε τις λέξεις νοιάζομαι, ἐννοιάζομαι και ἔννοια / ἔγνοια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξενοιάζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ξενοιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- ξενοιάζομαι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].