Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενοιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξενοιάζω,[1] κυρίως από τον μέσο τύπο ξενοιάζομαι < ξε- στερητικό + νοιάζομαι / ἔννοι(α) με ορθογραφική απλοποίηση + -άζω, -άζομαι.  δείτε και τη λέξη ξεγνοιάζω

ξενοιάζω, αόρ.: ξένοιασα, μτχ.π.π.: ξενοιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενοιάζω < ξε- στερητικό + νοιάζομαι (κυρίως στον μέσο τύπο)[1] / ἔννοι(α) με ορθογραφική απλοποίηση [2] + -άζω, -άζομαι

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ξενοιάζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. ξενοιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας