Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βοημία οι Βοημίες
      γενική της Βοημίας των Βοημιών
    αιτιατική τη Βοημία τις Βοημίες
     κλητική Βοημία Βοημίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η θέση της Βοημίας

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βοημία < νεολατινική Bohemia < λατινική Boii + πρωτογερμανική *haimaz (σπίτι, πατρίδα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vo.iˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βο‐η‐μί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βοημία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)