μποέμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /boˈem/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπο‐έμ
Ουσιαστικό επεξεργασία
μποέμ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο (θηλυκό και μποέμισσα)
- που ζει με τρόπο λιτό, αμέριμνο, αντισυμβατικό και σχεδόν άσωτο (χρησιμοποιείται συνήθως για καλλιτέχνες)
- για τον τίτλο της όπερας → δείτε τη λέξη Μποέμ
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μποέμ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Υπονοεί που ζει όπως οι «Βοημοί» (τσιγγάνοι), διαφορετικά από τον θεωρούμενο «κανονικό» τρόπο διαβίωσης.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)