fantaisiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fantaisiste | fantaisistes |
θηλυκό | fantaisistee | fantaisistees |
fantaisiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- φανταστικός
- (για ανθρώπους) που έχει περισσότερη φαντασία παρά αίσθηση της πραγματικότητας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fantaisiste | fantaisistes |
fantaisiste (fr) αρσενικό
- διασκεδαστής, καλλιτέχνης που ψυχαγωγεί το κοινό με ανέκδοτα, τραγούδια, μιμήσεις κ.λπ.
- φαντασιόπληκτος