Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fantaisiste fantaisistes
θηλυκό fantaisistee fantaisistees

fantaisiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φανταστικός
  2. (για ανθρώπους) που έχει περισσότερη φαντασία παρά αίσθηση της πραγματικότητας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fantaisiste fantaisistes

fantaisiste (fr) αρσενικό

  1. διασκεδαστής, καλλιτέχνης που ψυχαγωγεί το κοινό με ανέκδοτα, τραγούδια, μιμήσεις κ.λπ.
  2. φαντασιόπληκτος