Γάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γάτος | οι | Γάτοι |
γενική | του | Γάτου | των | Γάτων |
αιτιατική | τον | Γάτο | τους | Γάτους |
κλητική | Γάτο & Γάτε |
Γάτοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γάτος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γάτος αρσενικό (θηλυκό Γάτου)